στιβαδοποιούμαι

στιβαδοποιούμαι
-έομαι, Α
κατασκευάζω για τον εαυτό μου στρώμα από άχυρα και φύλλα, στρώνω άχυρα και φύλλα για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στιβάς, -άδος + -ποιοῦμαι (< -ποιός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”